- καταλημμα
- κατάλημμακατά-λημμα-ατος τό филос. постижение, познание
(ἐπιστατικόν Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐπιστατικόν Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατάλημμα — κατάλημμα, τὸ (Α) [καταλαμβάνω] 1. η προηγούμενη πρόταση 2. εξωτερικός επίδεσμος … Dictionary of Greek
κατάλημμα — comprehension neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλημμάτων — κατάλημμα comprehension neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλήμματι — κατάλημμα comprehension neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλήμματος — κατάλημμα comprehension neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԶԱՐՄ — (ի, ից, իւք կամ օք.) NBH 1 0720 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 13c գ. ἕκγονος, κατάλημμα, σπέρμα ortus, proles, semen (լծ. ընդ սերմն, եւ արմ.) Ի միոյ արմատոյ սերունդ. շառաւիղ միոյ ազգատոհմի. առանձին ազգ տան միոյ. ցեղ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)